Το μεγάλο καφενείο
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Μέρες τώρα ένας παγωμένος
βοριάς, δεν έλεγε να μερώσει κι όλο έστελνε τα χαμπεράκια του. Αποβραδίς άρχισε
να χιονίζει και το ξημέρωμα το χιόνι έφτασε ένα γόνα, χάθηκαν οι δρόμοι και τα σοκάκια.
Συνηθισμένοι βέβαια οι άνθρωποι εδώ, σαν τα βουνά στα χιόνια και στα κρύα
συνέχιζαν τη ζωή τους, σαν κάθε μέρα. Άλλωστε από μήνες είχαν κάνει τα κουμάντα
τους, οι άντρες είχαν τρακάδα τα ξύλα στην αυλή και το υπόστεγο, κι οι γυναίκες
απ’ το καλοκαίρι ετοίμασαν τις χυλοπίτες, τους τραχανάδες, τα όσπρια και τα
κρομμύδια.
Οι άντρες όταν τελείωναν τις
δουλειές με τα ζωντανά, κίναγαν για το καφενείο.
Τρεις γενιές πέρασαν από
τούτο το καφενείο και τώρα ο κλήρος έπεσε στο Μάνθο, να
συνεχίσει την παράδοση. Δεν
ήταν μόνο καφενείο, ήταν και λίγο παντοπωλείο και λίγο
ουζερί και τα βράδια ταβέρνα.
Στη μέση υπήρχε μια μεγάλη ξυλόσομπα και δίπλα κάθονταν κουλουριασμένος ένας
καφετί μεγαλόσωμος γάτος, που απολάμβανε τη ζεστασιά. Στον τοίχο υπήρχε η
γνωστή φωτογραφία «με τον πωλών τοις μετρητοίς και τον πωλών επί πιστώσει» και
δίπλα δυο μπιστόλες παλιακές με κοκοράκια, να διηγούνται παλιές δόξες!
Γύρω από ένα τραπέζι κάθονταν πέντε- έξι χωρικοί, που έπιναν ζεστό κονιάκ με ζάχαρη, έτρωγαν σταφιδοστράγαλα κι άκουγαν το Γιάννο που συμπόλιαζε ιστορίες και χαχάνιζαν ασταμάτητα. Σε μια γωνιά καθόταν μοναχός ο Παναγιώταρος κι έπινε το τσιπουράκι του. Σε λίγο ο Μάνθος, του πήγε ένα καραφάκι με μεζέ και του είπε: «τούτο κερασμένο από μένα» κι έκατσε να του κάνει παρέα, γιατί του φάνηκε σεκλετισμένος.