TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

"Το μεγάλο καφενείο" του Γιώργου Ζούγρου

 

Το μεγάλο καφενείο

 Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Μέρες τώρα ένας παγωμένος βοριάς, δεν έλεγε να μερώσει κι όλο έστελνε τα χαμπεράκια του. Αποβραδίς άρχισε να χιονίζει και το ξημέρωμα το χιόνι έφτασε ένα γόνα, χάθηκαν οι δρόμοι και τα σοκάκια. Συνηθισμένοι βέβαια οι άνθρωποι εδώ, σαν τα βουνά στα χιόνια και στα κρύα συνέχιζαν τη ζωή τους, σαν κάθε μέρα. Άλλωστε από μήνες είχαν κάνει τα κουμάντα τους, οι άντρες είχαν τρακάδα τα ξύλα στην αυλή και το υπόστεγο, κι οι γυναίκες απ’ το καλοκαίρι ετοίμασαν τις χυλοπίτες, τους τραχανάδες, τα όσπρια και τα κρομμύδια.

Οι άντρες όταν τελείωναν τις δουλειές με τα ζωντανά, κίναγαν για το καφενείο.

Τρεις γενιές πέρασαν από τούτο το καφενείο και τώρα ο κλήρος έπεσε στο Μάνθο, να

συνεχίσει την παράδοση. Δεν ήταν μόνο καφενείο, ήταν και λίγο παντοπωλείο και λίγο

ουζερί και τα βράδια ταβέρνα. Στη μέση υπήρχε μια μεγάλη ξυλόσομπα και δίπλα κάθονταν κουλουριασμένος ένας καφετί μεγαλόσωμος γάτος, που απολάμβανε τη ζεστασιά. Στον τοίχο υπήρχε η γνωστή φωτογραφία «με τον πωλών τοις μετρητοίς και τον πωλών επί πιστώσει» και δίπλα δυο μπιστόλες παλιακές με κοκοράκια, να διηγούνται παλιές δόξες!

Γύρω από ένα τραπέζι κάθονταν πέντε- έξι χωρικοί, που έπιναν ζεστό κονιάκ με ζάχαρη, έτρωγαν σταφιδοστράγαλα κι άκουγαν το Γιάννο που συμπόλιαζε ιστορίες και χαχάνιζαν ασταμάτητα. Σε μια γωνιά καθόταν μοναχός ο Παναγιώταρος κι έπινε το τσιπουράκι του. Σε λίγο ο Μάνθος, του πήγε ένα καραφάκι με μεζέ και του είπε: «τούτο κερασμένο από μένα» κι έκατσε να του κάνει παρέα, γιατί του φάνηκε σεκλετισμένος.

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Ο Αγραφιώτης & η Μέγδοβα


ΤΑ ΤΡΙΑ ΑΔΕΡΦΙΑ (ΤΡΙΠΟΤΑΜΟΣ): Ο ΑΣΠΡΟΣ - Ο ΑΓΡΑΦΙΩΤΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΓΔΟΒΑ

[Του Ioanni Elatou Makka]

Τα τρία μεγαλύτερα ποτάμια της Ευρυτανίας, ο Αγραφιώτης, ο Άσπρος (Αχελώος) και η Μέγδοβα ήταν αδέρφια.

Ο Άσπρος όμως ήταν πολύ γκρινιάρης και νευρικός και τα άλλα δύο αδέρφια του αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν στον ύπνο. Έτσι, ο Αγραφιώτης τράβηξε κατά τα Άγραφα και η αδερφή τους η Μέγδοβα κατά το Καρπενήσι. Όταν ξύπνησε ο Άσπρος κατάλαβε ότι τον παράτησαν και θυμωμένος, μουγκρίζοντας από την οργή του, ξεκίνησε τον κατήφορο για να τους βρει.

Αλλά, όπως λέει και το τραγούδι, "τ' αδέρφια πονιούνται" και γρήγορα ο Αγραφιώτης με τη Μέγδοβα όρμησαν κι αυτοί προς τα κάτω και αντάμωσαν τον αδερφό τους τον Άσπρο εκεί που σήμερα το λένε Τριπόταμο.

Από τότε έζησαν μονοιασμένοι και μαζί…

(του λαογράφου Ν. Πολίτη - Η φωτογραφία του Yiannis-Nakos Makkas)

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Κυριακή 14 Απριλίου 2024

Το γράμμα


Το γράμμα

 Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Έψαξε τις τσέπες ενός παλιού σακακιού κι έπιασε ένα χαρτάκι διπλωμένο, κιτρινισμένο και φθαρμένο απ’ τα χρόνια, έτοιμο να σκορπίσει. Άρχισε να το ξεδιπλώνει προσεχτικά και προσπάθησε να διαβάσει τις μισοσβησμένες αράδες του.

Εν Δομοκώ τη 23 Μαΐου 1974…

Ήταν ένα γράμμα που έγραψε τον καιρό της νιότης, εμφορούμενος από ενθουσιασμό, πάθος και αγάπη για μια συμμαθήτριά του και που ποτέ δεν της το έδωσε.

Ήταν άνοιξη, τότε που φουντώνουν περισσότερο οι καρδιές, τότε που το σπίτι δεν σε χωράει και θέλεις να τρέξεις στις εξοχές, στα περβόλια, στα πράσινα λιβάδια και στα σοκάκια που διαβαίνουν σεργιάνι οι κοπελιές. Τότε που ο νους τα είχε όλα εύκολα, ταξίδια, όνειρα κι ανηφοριές.

Σκέφτηκε να το κρατήσει, μα γρήγορα μετάνιωσε. Τι νόημα θα είχε να γυρίζει σ’ ένα παρελθόν που κιτρίνισε σαν το ερωτικό γράμμα. Ξύνουμε πληγές με τα νύχια μας, για πράγματα, που δεν ξανάρχονται κι ούτε αλλάζουν, σκέφτηκε.

Το άφησε πάνω στο γραφείο του ανοιχτό, να πάρει τον αέρα, τις ανάσες και το φως, που τόσο τα στερήθηκε τόσα χρόνια. Κάποτε, πικρή λέξη το κάποτε, κάποτε μιλούσε δυνατά για αισθήματα, για την ορμή της νιότης, για αγάπη. Τώρα είναι μια ξεθωριασμένη εικόνα. Ούτε το χρώμα των ματιών της δεν μπόρεσε να θυμηθεί, μόνο το γέλιο της θυμήθηκε το γαργαριστό, το μακρόσυρτο, που πρόδινε την παιδική ανεμελιά της.